εύοδος

εύοδος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς (1ος αι.). Προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό από τους Αποστόλους και μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τα αδέλφια του, Ερμογένη και Καλλίστη. Η μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. 2. Ο απόστολος (1ος αι.). Διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου στον επισκοπικό θρόνο της Αντιόχειας. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Σεπτεμβρίου.
* * *
εὔοδος, -ον (Α)
1. (για βουνά) ευδιάβατος, αυτός που μπορεί να τόν διαβεί κάποιος εύκολα
2. (για δρόμο) εύβατος, αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να βαδίσει εύκολα («ὁδός... εὐοδωτάτη τοῑς ὑποζυγίοις», Ξεν.)
3. συνεκδ. εύκολος, απλός, απαλλαγμένος από δυσκολίες
4. ευνοϊκός, αίσιος, αυτός που ευνοεί κάτι ή που συντελεί σε κάτι
5. (ως επίθ. τού θεού Πανός) επιγρ. «εὔοδος θεός» — αυτός που παρέχει καλή πορεία
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὔοδος
η προσωπική επαφή, η κοινωνική, φιλική συναναστροφή
7. ιατρ. (για υγρά τού σώματος) αυτός που εκκρίνεται εύκολα.
επίρρ...
εὐόδως (Α)
1. με ευδιάβατο τρόπο, με καλό ταξίδι («εὐόδως πορεύεσθαι», ΠΔ)
2. απλά, εύκολα, γρήγορα («εὐόδως νοεῑσθαι», Φιλόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Εὔοδος — easy to pass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔοδος — easy to pass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδώτερον — εὔοδος easy to pass masc acc comp sg εὔοδος easy to pass neut nom/voc/acc comp sg εὔοδος easy to pass adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδωτέρων — εὔοδος easy to pass fem gen comp pl εὔοδος easy to pass masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόδως — εὔοδος easy to pass adverbial εὔοδος easy to pass masc/fem acc pl (doric) εὐοδόω help on the way imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔοδον — εὔοδος easy to pass masc/fem acc sg εὔοδος easy to pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδωτάτη — εὔοδος easy to pass fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐοδώτεραι — εὔοδος easy to pass fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐόδου — Εὔοδος easy to pass masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐόδου — εὔοδος easy to pass masc/fem/neut gen sg εὐοδόω help on the way pres imperat act 2nd sg εὐοδόω help on the way imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”